- εὐπροσόμιλος
- εὐπροσόμιλοςpleasantmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπροσόμιλος — εὐπροσόμιλος, ον (Α) ευχάριστος στη συναναστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ όμιλος (< όμιλος), πρβλ. α προσ όμιλος] … Dictionary of Greek
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek